μύκητας

μύκητας
ο (ΑΜ μύκης, -ητος, κατά τον Ησύχ. γεν. και μύκου, ιων. τ. γεν. μύκεω)
το μανιτάρι, δηλ., κατά τον σύγχρονο ορισμό του, το ορατό ομπρελόμορφο αναπαραγωγικό τμήμα που φέρει τα σπόρια ορισμένων ειδών τής τάξης αγαρικώδη τών βασιδιομυκήτων
νεοελλ.
(μυκητ.) διαίρεση στην οποία ανήκουν 60. 000 περίπου είδη σαπροφυτικών και παρασιτικών οργανισμών που μοιάζουν με φυτά, αλλά δεν έχουν χλωροφύλλη ούτε βλαστούς, ρίζες ή φύλλα
1. κάθε στρογγυλό αντικείμενο που έχει σχήμα μανιταριού: α) κουμπί που βρίσκεται στο άκρο θήκης ξίφους
β) το γεννητικό μόριο τού άνδρα
γ) σαρκώδες εξάνθημα, όπως αυτό που σχηματίζεται στην επιφάνεια τραυμάτων
2. κομμένο κούτσουρο ελιάς
3. το καμένο επίστρωμα που σχηματίζεται στην άκρη τής θρυαλλίδας τού λύχνου, η καύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύκ-ης εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα *muk- τής ΙΕ ρίζας *meuk- «γλιστρώ, ολισθηρός, βλέννα, βλεννώδης» (πρβλ. μύσσομαι, μύξα) και είναι, πιθ., παράγωγο ενός ουσιαστικού που αντιστοιχεί με το λατ. mūcus «βλέννα» και εμφανίζει επίθημα -ης, -ητος. Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με το μύς «ποντικός» και που στηρίζεται στην ομοιότητα τού γκρίζου χρώματος τού ποντικού με ορισμένο είδος μανιταριών προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Η αρχική σημ. τής λ. ήταν «μανιτάρι», ενώ στη συνέχεια η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει κάθε στρογγυλό αντικείμενο που έχει σχήμα μύκητα (για τη σημασιολογική εξέλιξη τής λ. πρβλ. και σλαβ., σλοβεν. gliva «είδος μανιταριού», που εμφανίζεται στο λιθουαν. gleīvės ως «βλέννα»]. Η λ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τις μορφές μυκητο- (από το θ. τής γενικής) και μυκο- (από το θ. τής ονομαστικής) σε μια σειρά ξεν. επιστημονικών όρων που εισήχθησαν στην ελλ. ως αντιδάνειοι (πρβλ. μυκητολόγος < αγγλ. mycologist, μυκόδερμα < αγγλ. mycoderma).
ΠΑΡ. αρχ. μυκήτινος, μυκούμαι
νεοελλ.
μυκητίαση, μυκητώδης, μυκήτωση.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. μυκητογραφία, μυκητοειδής, μυκητόζωα, μυκητοθεραπεία, μυκητοκηκίδα, μυκητοκτόνος, μυκητολόγος, μυκητοσάκχαρο, μυκητοστατικός, μυκοβακτηρίδια, μυκόδερμα, μυκοειδή, μυκόρριζο, μυκόστυπος, μυκοτρόφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μύκητας — ο είδος οργανισμού που δεν κατάσσεται ούτε στα φυτά ούτε στα ζώα, αλλά αποτελεί ξεχωριστό βασίλειο (μύκητες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυκητάς — μῡκητά̱ς , μυκητής bellower masc acc pl μῡκητά̱ς , μυκητής bellower masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύκητας — μύκης mushroom masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκόδερμα — το βοτ. μύκητας που σχηματίζει υμένιο στην επιφάνεια τών ζυμούμενων ποτών και τών σακχαρούχων χυμών, χωρίς να προκαλεί αλκοολική ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycoderma (< μύκης «μύκητας» + δέρμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1889… …   Dictionary of Greek

  • μόνοικος — η, ο (Α μόνοικος, ὁ) νεοελλ. φρ. α) «μόνοικο φυτό» βοτ. το φυτό που φέρει άρρενα και θήλεα άνθη μαζί στο ίδιο στέλεχος, σε αντιδιαστολή με το δίοικο φυτό β) «μόνοικος μύκητας» ο μύκητας που φέρει τα όργανα τών δύο φύλων στον ίδιο θαλλό, καθώς και …   Dictionary of Greek

  • εργοτίνη — Αλκαλοειδές που παράγεται από τον φυτοπαθογόνο μύκητα Claviceps purpurea. Ο μύκητας αυτός προκαλεί τη σκωρίαση των σιτηρών. Προσβάλλει τα φυτά στο στάδιο της ανθοφορίας, καθώς εμφανίζεται στις ωοθήκες των λουλουδιών που πρόκειται φυσιολογικά να… …   Dictionary of Greek

  • μυκορρίζια ή ριζομύκια — Βοτανικός όρος που χαρακτηρίζει τις ειδικές κοινοβιακές συμβιώσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται ανάμεσα στις νεαρές ρίζες των φυτών και στις υφές (επιμήκη κυλινδρικά νήματα) των μυκήτων. Τα μ. μελετήθηκαν λεπτομερώς για πρώτη φορά κατά τα τέλη… …   Dictionary of Greek

  • CLAUDIUS I — CLAUDIUS I. Tiberius Drusus Nero, filius Drusi secundogeniti Liviae, Caesar, interfectô Caligulâ successit in imperio, A. C. 41. vir inauditae credulitatis. Lugduni natus est eô ipsô die, quô a 60. nationibus ara Augusto sacrata. A matre Antonia… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έμπουσα — Μυθολογικός δαίμονας, φάντασμα ή φάσμα. Παρουσιαζόταν με τη μορφή της αγελάδας, του γαϊδάρου, του πουλιού, της ωραίας γυναίκας, της πέτρας, του δέντρου, του σκύλου κλπ. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, είχε μόνο ένα πόδι, ενώ το πρόσωπό της… …   Dictionary of Greek

  • αμανίτης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Αθήνα. Σκοτώθηκε μόλις άρχισε η Επανάσταση σε συμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων κοντά στην Αθήνα. * * * ο (Α ἀμανίτης) 1. μύκητας, μανιτάρι 2. (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀμανῖται περιληπτική ονομασία όλων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”